- δυσκαταπόνητος
- δυσκατα-πόνητος, ον,A hard to execute, M.Ant.6.19, Arr.Epict.3.12.8; hard to digest, Sor.2.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκαταπόνητος — δυσκαταπόνητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα κατορθώνεται … Dictionary of Greek
δυσκαταπόνητον — δυσκαταπόνητος hard to execute masc/fem acc sg δυσκαταπόνητος hard to execute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπονήτοις — δυσκαταπόνητος hard to execute masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπονήτου — δυσκαταπόνητος hard to execute masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπονήτους — δυσκαταπόνητος hard to execute masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)